- προίκα
- η / προίξ, -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Αη κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμοαρχ.1. δώρο, χάρισμα2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκαα) δωρεάν, ως χάρισμα («ἀρετὴ τὸ προῑκα τοῑς φίλοις ὑπηρετεῑν», Αντιφάν.)β) τίμια και ειλικρινά («προῑκα τὰ πράγματα κρίνω καὶ λογίζομαι», Δημοσθ.)γ) από μόνος μου, χωρίς δάσκαλο («παῑς... κακὸν μὲν δρᾱν τι προῑκ' ἐπίσταται», Σοφ.)δ) επί πλέον, επιπροσθέτως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προίξ, -κός, σύνθ. με την πρόθεση πρό (πρβλ. πρόσ-φυξ, ἄντυξ), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *sik- τής IE *sēik- «φθάνω, πιάνω με το χέρι» (βλ. λ. ἵκω) και συνδέεται με το λιθουαν. siekiu, siekti «απλώνω το χέρι, περιμένω με ανοιχτή την παλάμη». Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα *-ye-/ -*yo- το ρ. προΐσσομαι (< *προΐκ-jομαι), από όπου το δηλωτικό τού δράστη ενεργείας προΐκτης. Ως αρχική σημ. τού τ. θα πρέπει να θεωρηθεί η πράξη τού απλώματος τού χεριού για να δώσει και επίσης η αντίστροφη κίνηση αυτού που ζητάει, που απλώνει το χέρι για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών προΐσσομαι «ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω» και προΐκτης «επέτης, ζητιάνος» (πρβλ. και το ερμήνευμα τού Ησύχ. «προικόςπτωχός»)].
Dictionary of Greek. 2013.